Αρθροσκόπηση Ώμου

Η πλέον σύγχρονη τεχνική διάγνωσης και θεραπείας βλαβών στην άρθρωση του ώμου είναι η αρθροσκόπηση ώμου, μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδος η οποία προσφέρει εικόνα του εσωτερικού της άρθρωσης και απαιτεί από καθόλου μέχρι μίας ημέρας νοσηλεία του ασθενούς.

Ειδικά ο ώμος είναι ευάλωτος σε τραυματισμούς, καθώς η άρθρωσή του είναι αρμόδια για την εκτέλεση πλειάδας κινήσεων. Πριν την ανάδυση της αρθροσκόπησης ώμου η μοναδική θεραπευτική προσέγγιση ήταν το ανοιχτό χειρουργείο, τεχνική η οποία επέφερε σειρά προβλημάτων, όπως εκτενή τραυματισμό της άρθρωσης, μετεγχειρητικός πόνος για αρκετές εβδομάδες και νοσηλεία για μεγάλο διάστημα.

Σήμερα, με την αρθροσκόπηση ώμου ο ορθοπαιδικός χρησιμοποιεί το αρθροσκόπιο με κάμερα, που εισάγεται διαδερμικά μέσα από σχεδόν αφανείς οπές διαμέτρου 3-5 χιλιοστών, λαμβάνοντας έτσι σε οθόνη την ακριβή εικόνα της άρθρωσης. Με αυτόν τον τρόπο ο χειρουργός ορθοπαιδικός μπορεί να εξετάσει αναλυτικά το εσωτερικό της άρθρωσης διαγιγνώσκοντας με εξαιρετική ακρίβεια τυχόν βλάβες ακόμα και σε δυσπρόσιτα σημεία.

Ακόμα, μπορεί να αποκαταστήσει τις ενδαρθρικές και περιαρθρικές βλάβες χρησιμοποιώντας εξαιρετικά λεπτά εργαλεία και να εμφυτεύσει αδρανή υλικά, ενώ δύναται να επιδιορθώσει ρήξεις τενόντων, να λύσει συμφύσεις και να αποκαταστήσει βλάβες προερχόμενες από εξάρθρημα.

Συνήθως η αρθροσκόπηση ώμου διαρκεί μέχρι μία ώρα υπό τοπική και ελαφρά γενική αναισθησία, αναλόγως του ιστορικού του ασθενούς. Έπειτα, ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο την ίδια ημέρα.

Πότε χρειάζεται η αρθροσκόπηση ώμου

Υπάρχει μια σειρά ενδείξεων τις οποίες ο ιατρός λαμβάνει υπ’ όψιν για να αποφανθεί, ότι η αρθροσκόπηση ώμου είναι επιβεβλημένη.

Δυσκαμψία Ώμου – Παγωμένος Ώμος

Η Δυσκαμψία Ώμου ή αλλιώς Παγωμένος Ώμος οφείλεται σε φλεγμονή και συρρίκνωση του σάκου, στον οποίο εσωκλείεται η άρθρωση του ώμου, δηλαδή του θύλακα. Αυτή η φλεγμονή έχει ως αποτέλεσμα ο ασθενής να μην μπορεί να εκτελέσει μια σειρά κινήσεων που αφορούν τον ώμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω πάθηση μπορεί να διαρκέσει από 6 μήνες έως και 2 χρόνια.

Οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στην εμφάνισή της είναι οι εξής:

  1. Ιδιοπαθής συμφυτική θυλακίτιδα
  2. Μετατραυματική θυλακίτιδα
  3. Μετεγχειρητική θυλακίτιδα
  4. Διαβητική θυλακίτιδα

Στο στάδιο της πάθησης κατά το οποίο εκδηλώνεται έντονος πόνος ο ορθοπαιδικός χορηγεί αντιφλεγμονώδη, παυσίπονα και ψυχρά επιθέματα.

Κατά τη διάρκεια της χειρουργικής θεραπείας ο ασθενής ναρκώνεται και ο ορθοπαιδικός κινητοποιεί την άρθρωση και στη συνέχεια προχωράει στη λύση των συμφύσεων μέσα στην άρθρωση και στον υπακρωμιακό χώρο, δια της αρθροσκοπικής μεθόδου.

Στην περίπτωση που ο ασθενής βρίσκεται στο στάδιο της φλεγμονής ή της δυσκαμψίας δεν ενδείκνυται η χειρουργική θεραπεία, καθώς είναι πιθανό να επιδεινωθεί η κατάστασή του.

Εξάρθρημα ώμου – Καθ’ έξιν εξάρθρημα ώμου

Δεδομένου ότι μόνο το 1/3 της κεφαλής της άρθρωσης του ώμου είναι τοποθετημένη εντός της ωμογλήνης, η άρθρωση του ώμου καθίσταται από τη φύση της ασταθής. Η σταθερότητά της συνδέεται άρρηκτα με τον θύλακο, του μύες και τους συνδέσμους. Το εξάρθρημα ώμου τις περισσότερες φορές είναι πρόσθιο, σε ποσοστό 96-98% και οπίσθιο μόλις σε 2-4% των περιπτώσεων.

Πώς συμβαίνει όμως το εξάρθρημα ώμου; Υπάρχουν τρεις τρόποι οι οποίοι συνοψίζονται ως εξής:

  1. Τραυματικό εξάρθρημα που προκαλείται έπειτα από πτώση επάνω στο τεντωμένο άκρο την ώρα που αυτό βρίσκεται σε απαγωγή και έξω στροφή ή μετά από άσκηση βίας
  2. Ατραυματικό εξάρθρωμα που επέρχεται κατόπιν ελάσσονος βίας ή την ώρα που ο ασθενής εκτελεί μία απλή καθημερινή κίνηση
  3. Εξαιτίας υπερβολικής χρήσης (σ.σ. Overuse), περίπτωση η οποία αφορά κυρίως αθλητές που επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες κινήσεις του χεριού τους άνωθεν του οριζόντιου επιπέδου.

Το τραυματικό εξάρθρημα δύναται να αντιμετωπιστεί συντηρητικά με ανάταξη, ακινητοποίηση για ένα διάστημα 3-4 εβδομάδων και φυσιοθεραπεία, ωστόσο εάν το εξάρθρημα συμβεί πάνω από δύο φορές μέσα σε σύντομο χρονικό διάσημα, δηλαδή 1-2 χρόνια, τότε χαρακτηρίζεται καθ’ έξιν υποτροπιάζον. Έτσι, η εν λόγω κλινική κατάσταση, η αστάθεια της άρθρωσης του ώμου, χωρίζεται εν συνεχεία σε τρεις κατηγορίες: την τραυματική, την ατραυματική και εκείνη που προκαλείται από υπερβολική χρήση.

Η θεραπεία του καθ’ έξιν εξαρθρήματος ώμου είναι αποκλειστικά χειρουργική. Με την αρθροσκόπηση ώμου επιτυγχάνεται η επισκόπηση σύσσωμης της άρθρωσης καθιστώντας περιττές τις μυϊκές αποκολλήσεις χάρη στις εξαιρετικά μικρής διαμέτρου τομές. Επίσης, η αρθροσκόπηση ώμου προσφέρει λιγότερο πόνο, ταχεία κινητοποίηση της άρθρωσης και πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα.

Κατά τη διάρκεια της αρθροσκόπησης ο χειρουργός προχωράει σε καθήλωση του γληνοειδούς-επιχειλίου χρόνδρου είτε με τον αρθρικό θύλακο στο πρόσθιο χείλος της ωμογλύνης είτε χωρίς αυτόν.Γίνεται αρθροσκοπική καθήλωση του γληνοειδούς – επιχειλίου χόνδρου μετά ή άνευ του αρθρικού θυλάκου στο πρόσθιο χείλος της ωμογλήνης. Η καθήλωση επιτυγχάνεται με μεταλλικές ή απορροφήσιμες άγκυρες που συνδυάζονται με ράμματα.

Κατόπιν της επέμβασης το άκρο τίθεται σε ακινησία για 3-4 εβδομάδες και στη συνέχεια ο ασθενής ξεκινάει φυσικοθεραπείες και ενδυνάμωση που μπορούν να φτάσουν μέχρι και τις οκτώ εβδομάδες. Σε κάθε περίπτωση εάν πρόκειται για αθλητή η επάνοδος στο άθλημά του γίνεται με το πέρας, περίπου, τριών μηνών.

Ασβεστοποιός τενοντίτιδα του υπερακανθίου

Με τον όρο ασβεστοποιός τενοντίτιδα του υπερακανθίου εννοείται η τοπική εκφύλιση του τένοντα στο σημείο πρόσφυσής του, καθώς επίσης και η συγκέντρωση αλάτων ασβεστίου εντός της μάζας του τένοντα.

Τα συμπτώματα είναι έντονα καθώς ο πόνος είναι οξύς κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε κίνησης, ενώ ειδικά το βράδυ ο ύπνος μετατρέπεται σε βάσανο δεδομένου ότι καμία θέση δεν ανακουφίζει τον πόνο.

Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα του υπερακανθίου διαγιγνώσκεται με ακτινογραφία, όπου γίνεται ορατή η εναπόθεση αλάτων ασβεστίου επί του μείζονος βραχιόνιου ογκώματος.

Στη θεραπευτική προσέγγιση περιλαμβάνονται η ανάρτηση του μέλους, φαρμακευτική αγωγή, τοπική έγχυση αναισθητικού με κορτικοειδή και φυσικοθεραπεία. Στην περίπτωση που ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία και η εναπόθεση αλάτων ασβεστίου είναι εκτεταμένη, τότε ο ιατρός προκρίνει την αρθροσκοπική αφαίρεση. Ο χειρουργηθείς νοσηλεύεται για μία ημέρα στην κλινική και η αποκατάστασή του είναι γρήγορη.

Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής

Το Σύνδρομο Υπακρωμιακής Προστριβής (ΣΥΠ) επιβεβαιώνεται όταν εκδηλώνονται τα συμπτώματα που πηγάζουν από την προστριβή του μυοτενόντιου πετάλου (σ.σ. ελάσσων στρογγυλός και υπερακάνθιος υπακάνθιος) στο τμήμα ανάμεσα στην κεφαλή του βραχιονίου και του ακρωμίου. Η προστριβή συμβαίνει με την ανύψωση του χεριού ή την απαγωγή του επάνω από το οριζόντιο επίπεδο.

Οι ανωμαλίες στο σχήμα του ακρωμίου, η αρθρίτιδα που προκαλείται από οστεόφυτα στην ακρωμιοκλειδική άρθρωση, οι φλεγμονές του υπακρωμιακού θυλάκου που προκαλούν πάχυνση και ρίκνωσή του και οι βλάβες του μυοτενοντίου πετάλου από συνεχείς μικροτραυματισμούς, πρωτίστως σε αθλητές που υποβάλλουν το χέρι σε υπερβολική χρήση, είναι τα βασικά αίτια πρόκλησης του Συνδρόμου Υπακρωμιακής Προστριβής. Να σημειωθεί ότι ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο αίτιο, ο ερεθισμός ή το οίδημα των τενόντων ή οι μικρές ρήξεις είναι αυτά που οδηγούν σε προστριβή.

Στα συμπτώματα του ΣΥΠ συγκαταλέγονται ο πόνος κατά το σήκωμα του χεριού με ενδεχόμενη αντανάκλασή του στον βραχίονα.

Σε πρώτη φάση ο ορθοπαιδικός συστήνει συντηρητική αγωγή με ανάπαυση, φάρμακα, τοπικές εγχύσεις με κορτικοειδή και φυσικοθεραπεία και εάν δεν αποδώσει τότε γίνεται αρθροσκοπική ακρωμιοπλαστική κατά την οποία διενεργείται διατομή του πρόσθιου τμήματος του ακρωμίου, του ακρωμιοκορακοειδούς συνδέσμου, απομάκρυνση του θυλάκου όπου εντοπίζεται η φλεγμονή και επιδιόρθωση τυχόν άλλου προβλήματος, όπως ενδεχόμενη ρήξη του τένοντα.

Ρήξη μυοτενοντίου πετάλου

Το τενόντιο πέταλο που προσφύεται στο μείζον βραχιόνιο όγκωμα σχηματίζεται από τις ενώσεις των τενόντων του υπακανθίου, του υπερακανθίου και του ελάσσονος στρογγυλού. Το τενόντιο πέταλο μπορεί και παράγει συμπιεστικές δυνάμεις, συνδράμει την ενεργητική απαγωγή του άνω άκρου, καθηλώνει την κεφαλή στην ωμογλήνη και παίζει καταλυτικό ρόλο στις στροφικές κινήσεις.

Η ρήξη καταγράφεται μετά από μια απότομη κίνηση, από πτώση ή, εφόσον πρόκειται για αθλητές, από υπερβολική χρήση ή επαναλαμβανόμενους τραυματισμούς, το οποίο σημαίνει ότι ο τένοντας υφίσταται φλεγμονή, παρουσιάζει οίδημα και προστριβή στο ακρώμιο. Επιπλέον, η ρήξη εντοπίζεται πλησίον του σημείου όπου γίνεται η πρόσφυσή του, διότι εκεί η αιμάτωσή του δεν είναι ικανοποιητική.

Ο πόνος στον ώμο και η δυσκολία του ασθενούς να ανυψώσει τον βραχίονά του είναι τα χαρακτηριστικά συμπτώματα. Το ιστορικό του ασθενούς, η κλινική εικόνα και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν τον ορθοπαιδικό να καταλήξει στη σωστή διάγνωση.

Εφόσον πρόκειται για ρήξεις ενός μέρους του τένοντα, τότε η συντηρητική θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να είναι αρκετή, αλλά εάν τα συμπτώματα έχουν διάρκεια τότε χρειάζεται αρθροσκόπηση και συρραφή του τένοντα. Η συρραφή του μυοτενοντίου πετάλου γίνεται μόνο με το αρθροσκόπιο, ανεξάρτητα από τη φύση της ρήξης, και με τη χρήση μεταλλικών ή απορρογήσιμων αγκυρών. Η διαδικασία γίνεται με ολική ή περιοχική αναισθησία με στόχο να υπάρχει μετεγχειρητική αναλγησία και ο ασθενής νοσηλεύεται για μία μόνο ημέρα. 

Στο σκέλος της αποκατάστασης ο ασθενής φοράει νάρθηκα στον οποίο αναρτά το χέρι του για διάστημα 3-6 εβδομάδων, αναλόγως του βαθμού ρήξης του τενοντίου πετάλου. Έπειτα, εφαρμόζει πρόγραμμα μυϊκής ενδυνάμωσης και φυσικοθεραπείας.