Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα αποτελεί το συχνότερο και χαρακτηριστικότερο σύνδρομο που προκαλεί η παγίδευση των περιφερικών νεύρων, δηλαδή η υπερβολική πίεση που ασκείται σε ένα νεύρο από τους πέριξ ιστούς, όπως είναι οι τένοντες, τα οστά και οι χόνδροι. Αυτή η πίεση διαταράσσει τη λειτουργία του νεύρου, η οποία μεταφράζεται σε πόνο, αδυναμία, μούδιασμα και άλλου τύπου ενοχλήσεις.

Στην περίπτωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα, ο ασθενής μαρτυρεί πόνο στο χέρι και στα δάκτυλα, που μπορεί να γίνεται αισθητός μέχρι και στο μπράτσο, ενώ την ίδια ώρα ενδέχεται να παρατηρούνται μούδιασμα και μυρμήγκιασμα στα δάχτυλα, που εντείνεται είτε το βράδυ είτε νωρίς το πρωί. Συνήθως το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα εμφανίζεται σε όσους ασκούν χειρωνακτική εργασία, καθώς επίσης και τις γυναίκες.

Σημειώνεται ότι καρπιαίος σωλήνας ονομάζεται το κανάλι που εντοπίζεται στην περιοχή του καρπού και σχηματίζεται από τα οστά του καρπού, ραχιαία και παλαμιαία, και από τον εγκάρσιο σύνδεσμο του καρπού. Τον καρπιαίο σωλήνα διατρέχουν το μέσο νεύρο και οι καμπτήρες τένοντες των δακτύλων.

Γιατί συμβαίνει το σύνδρομο

Παρότι στα περισσότερα περιστατικά δεν εντοπίζεται σαφές αίτιο για το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, εντούτοις υπάρχει μία σειρά αιτιών τα οποία μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση του συνδρόμου.

  1. Πολυετής χειρωνακτική εργασία
  2. Τραυματισμός στον καρπό ή στο χέρι ή και κάταγμα του περιφερικού τμήματος του αντιβραχίου που συνέβη πρόσφατα
  3. Ενδεχόμενη κληρονομικότητα συγγενούς στενού καρπιαίου σωλήνα
  4. Τοπικό οίδημα και κατακράτηση ούρων που προκαλούνται από παθολογικές καταστάσεις ή ορμονικές διαταραχές
  5. Διαταραχές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
  6. Η ηλικία του ασθενούς, καθώς το σύνδρομο «χτυπάει», συνήθως, ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας
  7. Υποκείμενα νοσήματα όπως η θυρεοειδοπάθεια, ο σακχαρώδης διαβήτης, η ρευματοειδής αρθρίτιδα κ.ο.κ.

Τα συμπτώματα του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα

Τα πιο κοινά συμπτώματα που αναφέρουν οι ασθενείς είναι μουδιάσματα και πόνος, κατά κύριο λόγο στο χέρι, τα οποία επιτείνονται κατά τη διάρκεια της νύχτας με αποτέλεσμα ο ασθενής να ξυπνάει τα ξημερώματα νιώθοντας έντονο μούδιασμα το οποίο προσπαθεί να διώξει τινάζοντας το χέρι του. Τις περισσότερες φορές τα μουδιάσματα εκδηλώνονται από τον αντίχειρα έως και το μισό του παράμεσου δακτύλου, ενώ η αίσθηση του πόνου μπορεί να φθάνει, εξ’ αντανακλάσεως, μέχρι και το μπράτσο.

Μάλιστα σε περιπτώσεις που το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα δεν διαγνωστεί εγκαίρως και εξελιχθεί, το μούδιασμα γίνεται μόνιμη συνθήκη με αποτέλεσμα ο ασθενής να χάνει ακόμα και την αίσθηση και στο τέλος να μην μπορεί καν να συγκρατήσει αντικείμενα στο χέρι ή να εκτελέσει «λεπτές» κινήσεις.

Βάσει των αναφορών των περισσότερων περιστατικών, τα συμπτώματα του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα εκδηλώνονται σταδιακά. Στο αρχικό στάδιο τα συμπτώματα παρουσιάζονται έντονα το βράδυ δυσκολεύοντας τον ύπνο του ασθενούς και κατά τη διάρκεια της ημέρας εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια καθημερινών κινήσεων, όπως στην οδήγηση, στη συνομιλία στο τηλέφωνο ή στο κράτημα αντικειμένων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένοι δεν δίνουν σημασία στα συμπτώματα, εφόσον αυτά αμβλύνονται με το τίναγμα του χεριού.

Η διάγνωση

Τα συμπτώματα και η κλινική εξέταση αποτελούν τα βασικά εργαλεία διάγνωσης του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα. Ο ορθοπαιδικός διαπιστώνει, κατά την εξέταση, υπαισθησία με παραισθησίες στον αντίχειρα, δείκτη και μέσο δάκτυλο. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούνται και κλινικά τεστ, τα οποία αναπαράγουν ή επιδεινώνουν τα συμπτώματα.

Όταν ο ορθοπαιδικός ολοκληρώσει την κλινική εξέταση και διαγνώσει σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα, μπορεί να διενεργήσει και ηλεκτρομυογράφημα, με το οποίο φανερώνεται η ηλεκτρική αγωγιμότητα των νεύρων του χεριού. Έτσι, από τη μία επιβεβαιώνεται η διάγνωση του ιατρού και από την άλλη εντοπίζεται το εύρος της βλάβης του νεύρου.

Οι θεραπείες

Αναλόγως της βαρύτητας και των χαρακτηριστικών του κάθε περιστατικού, ο ιατρός αποφασίζει εάν θα προχωρήσει με συντηρητική αγωγή ή εάν ο ασθενής χρειάζεται να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση.

Συντηρητική Αντιμετώπιση

Εφόσον το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα διαγνωστεί με την έναρξη των συμπτωμάτων, επιλέγεται πάντα συντηρητική αγωγή που περιλαμβάνει χορήγηση αντιφλεγμονωδών, τοπικά και από στόματος, και ξεκούραση. Παράλληλα, σε αρκετά περιστατικά συστήνεται και η τοποθέτηση νάρθηκα μέχρι τα οξεία συμπτώματα να υποχωρήσουν μετά από μερικές ημέρες.

Εφόσον όμως το πρόβλημα αποκτήσει χαρακτηριστικά χρόνιας πάθησης, τότε η ανακούφιση και η βελτίωση της λειτουργικότητας επιτυγχάνονται με φυσικοθεραπείες και χρήση ειδικού νάρθηκα κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Στην περίπτωση που τα συμπτώματα επιμένουν, τότε δύναται να εγχυθεί τοπικά κορτιζόνη ανακουφίζοντας τον πόνο σε άμεσο χρόνο. Η κορτιζόνη συμβάλλει επίσης στην καθυστέρηση εξέλιξης του συνδρόμου, αρκεί αυτό να βρίσκεται στα πρώτα στάδια, και στην αραίωση των διαστημάτων επανάκαμψης των συμπτωμάτων.

Χειρουργική Θεραπεία

Χειρουργική επέμβαση για τη θεραπεία του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα συστήνεται όταν η συντηρητική θεραπεία δεν αποδίδει πια ή όταν η υπαισθησία και τα μουδιάσματα έχουν αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά και ειδικά όταν ο ασθενής έχει απωλέσει τη δύναμη στα δάκτυλα και κατά συνέπεια τον έλεγχο.

Η χειρουργική προσέγγιση διαρκεί έως 10 λεπτά και προβλέπει τοπική αναισθησία και το άνοιγμα μιας μικρής τομής 2 εκατοστών στον καρπό, ενώ σήμερα δεν πραγματοποιείται ίσχαιμος περίδεση στο βραχιόνιο. Ο χειρουργός ορθοπαιδικός κόβει τον εγκάρσιο σύνδεσμο απελευθερώνοντας το μέσο νεύρο. Αμέσως μετά το χειρουργείο ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι του.

Αποθεραπεία

Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο ασθενής διατηρεί δεμένο το χέρι του με επίδεσμο για ένα διάστημα 2-3 ημερών και έπειτα τοποθετεί αυτοκόλλητη γάζα μόνο στο χειρουργικό τραύμα. Με το πέρας 2 εβδομάδων αφαιρούνται τα ράμματα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του παραπάνω διαστήματος δίνεται η οδηγία στον ασθενή να ανοιγοκλείνει τακτικά τα δάκτυλά του, ώστε να αποφευχθεί ο σχηματισμός οιδήματος.